ἀϊκή

ἀϊκή
ἀϊκή [ᾱῑ], , ([etym.] ἀΐσσω)
A rapid motion, flight,

τόξων ἀϊκαί Il.15.709

;

ἐρετμῶν Opp.H.4.651

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀική — ἀϊκή , ἀική rapid motion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αϊκή — ἀική, η (Α) [ἀίσσω] ορμητική κίνηση, ορμή, φόρα …   Dictionary of Greek

  • αἰκῆ — ἀικής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀικής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀικής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • πολυάϊκος — ον, Α πολυᾱϊξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + άϊκος (< ἀίσσω «αναπηδώ, σκιρτώ», πρβλ. ἀική)] …   Dictionary of Greek

  • ἀικάς — ἀϊκά̱ς , ἀική rapid motion fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”